υφαντουργικός

υφαντουργικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την υφαντουργία (βλ. λ.), που είναι της υφαντουργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υφαντουργικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την υφαντουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντουργός. Η λ., στο θηλ. ὑφαντουργική, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Καμπάλα — I (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία. Βλ. λ. Καββάλα. II (Kampala). Πόλη (1.219.551 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ουγκάντα. Είναι χτισμένη κοντά στη βόρεια ακτή της λίμνης Βικτόρια, σε υψόμετρο που υπερβαίνει τα 1.300 μ. H πόλη,… …   Dictionary of Greek

  • Σεούλ — (Κιονγκσόνγκ). Πόλη (9.645.932 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Κορέας και της ομώνυμης επαρχίας (605 τ. χλμ.) που εκτείνεται γύρω από την πόλη και περιλαμβάνει τα άμεσα περίχωρα με τα προάστια και τα αστικά κέντρα που εξαρτιούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”